η μηχανή #61
επιστρέφει
σε αυτό που γέννησε
και τη λέξη χρόνος
Το σώμα σου ωραίο.
Το σώμα σου απέραντο
Χάθηκα στο απέραντο.
η μηχανή #61
επιστρέφει
σε αυτό που γέννησε
και τη λέξη χρόνος
Το σώμα σου ωραίο.
Το σώμα σου απέραντο
Χάθηκα στο απέραντο.
Σ’ αὐτὸ τὸν κόσµο, ποὺ ὁλοένα στενεύει, ὁ καθένας µας χρειάζεται ὅλους τούς ἄλλους. Πρέπει ν’ ἀναζητήσουµε τὸν ἄνθρωπο, ὅπου καὶ νὰ βρίσκεται. Ὅταν στὸ δρόµο τῆς Θήβας, ὁ Οἰδίπους συνάντησε τὴ Σφίγγα, κι αὐτὴ τοῦ ἔθεσε τὸ αἴνιγµά της, ἡ ἀπόκρισή του ἦταν: ὁ ἄνθρωπος. Τούτη ἡ ἁπλὴ λέξη χάλασε τὸ τέρας. Ἔχουµε πολλὰ τέρατα νὰ καταστρέψουµε.
Γ. Σεφέρης, 1963
από το τέρας του Λοχ Νες
στη Μέδουσα
κι ένα ρακοσυλλέκτη Δράκουλα –
φωνή τεράτων
καθημερινών
απόψε στη μηχανή #60
στις 21.00
στο Κοινωνικό Ραδιόφωνο Χανίων
Πίνω νερό κόβω καρπό
Χώνω το χέρι μου στις φυλλωσιές του ανέμου
Οι λεμονιές αρδεύουνε τη γύρη της καλοκαιριάς
Τα πράσινα πουλιά σκίζουν τα όνειρά μου
Φεύγω με μια ματιά
Ματιά πλατιά όπου ο κόσμος ξαναγίνεται
Όμορφος από την αρχή στα μέτρα της καρδιάς.
Οδυσσέας Ελύτης, Ήλιος ο πρώτος, 1943
παρέα με τους τρεις μεγάλους ποιητές
τον ήλιο, τον αέρα και τον ουρανό
η μηχανή #44
ψάχνει
τη φωνή της θάλασσας
τ΄άστρα
και τη γύρη
τζιτζίκισμα
της καλοκαιριάς
Αγάπη, από την έρημο, σου φέρνομε αρμυρίκια
κι είναι φτωχά, μα ωστόσο
σκέψου με πόση τσιγγουνιά
μαζέψανε σταλιά-σταλιά την αυγινή τη δρόσο
και φτιάξανε τ’ ανθάκια τους κατάσπρα και μελιτζανιά.
Αγάπη, από την έρημο σου φέρνομε αρμυρίκια…
Αν δεν ανθούσανε κι αυτά, δε θάρχονταν ο Μάης
στην έρημο. Στην έρημο πού να τα βρούμε τα Εντελβάις;
Φώτης Αγγουλές,«Αρμυρίκια», 1944
η μηχανή #38
κοιτάζει γη και ουρανό και
θαυμάζει το αλμυρίκι
ή αρμυρίκι
ή βρέζι
ή αρμύρα
ή μέρικος
που θρέφεται από
την ανελέητη αρμύρα της θάλασσας
και φέρνει το Μάη στην ακροθαλασσιά
η απόλυτη σκιά του καλοκαιριού
απόψε στις 21.00
στο Κοινωνικό Ραδιόφωνο Χανίων
θα γυρίσουμε
στην ομορφιά
μια μέρα;
Ελένη λοιπόν
Σε λένε
Σελάνα που μόνη πλανιέται
Εκείνη
Και συ
Που κάθεσαι μόνη
Ελένη
Ακούς;
Παιδική γλώσσα που έχομε όλοι αυτήν σου μιλώ
(Ελένη Βακαλό)
απόψε
αναζητούμε την ομορφιά
στη μορφή
κάποιας Ελένης
Δεν είναι αυτή φωνή μονάχα, δεν είναι αίμα
μονάχα, δεν είναι το μίσος ζυμωμένο
μ’ αγάπη μόνο, δεν είναι τραγούδι που τέρπει
μόνο, είναι αλυσίδες που έσπασαν, οι θύελλες
που μουγκρίζουν πάνω από τις στέγες
του θέρους, είναι η κραυγή της θάλασσας
που καταπίνει τα καράβια, είναι η ανάσα
των νέων μανάδων που μαθαίνουν
νέα νανουρίσματα, είναι ο σύθρηνος των ίσκιων
που χάνονται στον Άδη, είναι όλα τούτα
κι άλλα πολλά αμολόγητα, που τα συμπαίνεις,
Ελένη, στην καρδιά μου, για ν’ ανάψεις
την πρεπούμενη φλόγα μες στη νύχτα
του αιώνα, να πάρω γυμνοπόδαρος το δρόμο
και να σε βρω, ω λευκό, ω γαλάζιο, Ελένη!
Άρης Δικταίος, «Ελένη», 1947
Παρατηρείτε τα χέρια των ανθρώπων.
Η ουσία είναι εκεί!
Άλλοτε γεννούν κι άλλοτε κάνουν κρότο.
Η μηχανή #32
αποδαιμονοποιεί
τα χέρια
μα ναι το ξέρω
γλιστράν τα χέρια κι ο κορμός του χρόνου δεν έχει φλούδα
να πιαστείς
Άρης Αλεξάνδρου